ποσάπους

ποσάπους
ποσά-πους, ποδος, , ,
A of how many feet? Pl.Men. 85b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποσάπους — οδος, ὁ, ἡ, Α πόσων ποδών, με πόσο μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί πους, τετρά πους κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • ποσάπουν — ποσάπους of how many feet? masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”